ολιγόπιστος

ολιγόπιστος
και λιγόπιστος, -η, -ο (ΑΜ ὀλιγόπιστος, -ον)
αυτός που έχει λίγη πίστη, αυτός τού οποίου εύκολα κλονίζεται η πίστη
νεοελλ.
αυτός που δεν έχει εμπιστοσύνη στους άλλους, δύσπιστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + πιστός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ὀλιγόπιστος — of little faith masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλιγοπίστως — ὀλιγόπιστος of little faith adverbial ὀλιγόπιστος of little faith masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλιγόπιστον — ὀλιγόπιστος of little faith masc/fem acc sg ὀλιγόπιστος of little faith neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλιγοπίστου — ὀλιγόπιστος of little faith masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλιγοπίστους — ὀλιγόπιστος of little faith masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλιγοπίστων — ὀλιγόπιστος of little faith masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλιγόπιστε — ὀλιγόπιστος of little faith masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλιγόπιστοι — ὀλιγόπιστος of little faith masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιγόπιστος — η, ο βλ. ολιγόπιστος …   Dictionary of Greek

  • ολιγοπιστία — και λιγοπιστία, η (Α ὀλιγοπιστία) [ολιγόπιστος] έλλειψη πίστης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”