- ολιγόπιστος
- και λιγόπιστος, -η, -ο (ΑΜ ὀλιγόπιστος, -ον)αυτός που έχει λίγη πίστη, αυτός τού οποίου εύκολα κλονίζεται η πίστηνεοελλ.αυτός που δεν έχει εμπιστοσύνη στους άλλους, δύσπιστος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + πιστός].
Dictionary of Greek. 2013.